σολομωνιακός

σολομωνιακός
-όν, ΜΑ [Σολομών]
μσν.
φρ. «σολομωνιακὸς λίθος» — συστατικό φαρμάκου που υπήρχε στις συνταγές
αρχ.
σχετικός με τον Σολομώντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”